ἐπίπονα

ἐπίπονα
ἐπίπονος
painful
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • болѣзньныи — (38) пр. 1.Больной, болезненный: к... соудии поидемъ нази... пристрашьни. болѣзньни дрѩхли. на землю лицемь зьрѩще СбТр XII/XIII, 19; и си˫а такова˫а д҃шевна. въ плотьскыхъ же ключаетьсѩ ему. приключаи болѣзньни. пребывающа (ὀδυνηραί) ПНЧ XIV,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έμπονος — ἔμπονος, ον (AM) Ι. 1. αυτός που υπομένει τους πόνους, τους κόπους 2. πονεμένος, γεμάτος πόνο («ἔμπονος κραυγή», ΠΔ Μακκ.) 2. κουραστικός, επίπονος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμπονον η αντοχή στους κόπους ΙΙ. επίρρ. ἐμπόνως 1. με κόπο, κοπιαστικά,… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • επίπονος — η, ο (AM ἐπίπονος, ον) [πόνος] κουραστικός, κοπιαστικός («ἔργα... καλὰ καὶ ἐπίπονα», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που προκαλεί πόνο, ο γεμάτος κόπους και βάσανα 2. (για πρόσ.) μτφ. εργατικός, επιμελής («δεινοῡ καὶ ἐπιπόνου καί... εὐτυχοῡς ἀνδρός», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • εύπονος — εὔπονος, ον (ΑΜ) επίπονος, κουραστικός. επίρρ... εὐπόνως (Μ) επίπονα, με μεγάλο κόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πόνος «κόπος»] …   Dictionary of Greek

  • καματηρός — ή, ὁ (Α καματηρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί κάματο, επίπονος, κοπιαστικός («καματηρὸν τὸ ἄρχειν» Αριστοτ.) αρχ. 1. καταπονημένος, τσακισμένος απ την κούραση, πολύ κουρασμένος («τοὺς μὲν καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν», Ηρόδ.) 2. ο εργαζόμενος σε… …   Dictionary of Greek

  • κεκμηκότως — (Α) επίρρ. με κόπο, επίπονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκμηκώς, μτχ. παρακμ. τού κάμνω «κοπιάζω, κουράζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • παρακνημούμαι — όομαι, Α προχωρώ επίπονα, πορεύομαι με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κνημός «κλιτύς όρους»] …   Dictionary of Greek

  • Παπαδάκης — Επώνυμο Κρητικών αγωνιστών. 1. Αδάμ. Αγωνιστής από το Ρέθυμνο. Πολέμησε στην επανάσταση του 1866 69. Βρισκόταν στο Αρκάδι κατά την πολιορκία του. Κατόρθωσε να βγει από το μοναστήρι δυο φορές για να ζητήσει βοήθεια και σώθηκε επίσης από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”